Εξώδικο προς την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθήνας και προς τον Υπουργό Παιδείας και θρησκευμάτων κατέθεσαν την Τετάρτη 17.7.2024 οι Σύλλογοι ΠΕ Αριστοτέλης, Α' Σύλλογος Αθηνών, Αθηνά για τις απειλές από τα έγγραφα Κατσαρού και Νικολόπουλου

Εξώδικο προς την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθήνας και προς τον Υπουργό Παιδείας και θρησκευμάτων κατέθεσαν την Τετάρτη 17.7.2024 οι Σύλλογοι ΠΕ Αριστοτέλης, Α' Σύλλογος Αθηνών, Αθηνά για τις απειλές από τα έγγραφα Κατσαρού και Νικολόπουλου

17/7/2024

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ

ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ-ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ-ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

 

Των Πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων «Α’ Σύλλογος Αθηνών Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης» που εδρεύει Ευνομίας 2, Κουσίδου (email: asillogosathinon@gmail.com), «Σύλλογος Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης η Αθηνά», που εδρεύει στο Γαλάτσι επί της οδού Πρωτοπαπαδάκη αριθ.8 (email: syllogosathina1@gmail.com), «Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών ο Αριστοτέλης» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Κόρακα και Παπαναστασίου (email: sylaristo@gmail.com), και εκπροσωπoύνται νόμιμα.

ΠΡΟΣ

Την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθήνας, που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Xίου αριθ.16, όπως εκπροσωπείται νόμιμα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Προς τον Υπουργό Παιδείας και θρησκευμάτων, που κατοικοεδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού Ανδρέα Παπανδρέου αριθ. 37

Όπως καλά γνωρίζετε τυγχάνουμε πρωτοβάθμιο σωματείο που δρούμε νομίμως στη Δημόσια εκπαίδευση, με σκοπό τη συσπείρωση των μελών του σε κοινή προσπάθεια καλλιέργειας του συνδικαλιστικού ενδιαφέροντος για α) Τη διαφύλαξη και προαγωγή των επαγγελματικών, οικονομικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των μελών, β) Την ανάπτυξη δεσμών φιλίας, συναδελφικότητας και αλληλεγγύης μεταξύ τους, γ) Την εξύψωση του πνευματικού, βιοτικού και κοινωνικού επιπέδου των μελών, την επαγγελματική κατοχύρωση, κατάρτιση και ειδίκευσή τους, δ) Την προάσπιση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, της δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας και ειρήνης, ε) Τη συμβολή στη βελτίωση της Παιδείας του ελληνικού λαού, στ) Την προώθηση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων γενικότερα, η) Την προβολή του όλου εκπαιδευτικού και κοινωνικού έργου των εκπαιδευτικών.

Με το υπ’ αρ. 13415/5-7-2024 έγγραφο του αναπληρωτή περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Αττικής απευθυνόμενο προς τους Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής, που αφορά την εκτέλεση από μεριάς των τελευταίων συγκεκριμένων ενεργειών προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις του αρ. 56 του ν. 4823/2021. Συγκεκριμένα, το κείμενο του εγγράφου έχει ως εξής:

«Παρακαλώ για την άμεση διευθέτηση των όποιων εκκρεμοτήτων υφίστανται ακόμη από τους αξιολογητές, ώστε να προχωρήσουν οι πράξεις μονιμοποίησης. Στην περίπτωση που υπάρχουν εκπαιδευτικοί, μέλη Ε.Ε.Π. -Ε.Β.Π. και στελέχη που δεν συνέπραξαν στην ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου θα πρέπει οι αξιολογητές υποχρεωτικά να καταχωρήσουν στην πλατφόρμα τα στοιχεία που απαιτούνται. Συγκεκριμένα, για όσους δεν αξιολογήθηκαν με υπαιτιότητά τους, να καταχωριστεί η σχετική ένδειξη και το υπογεγραμμένο μονομερές πρακτικό, προκειμένου να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 56 του Ν. 4823/2021. Η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου ισχύει και για τα στελέχη εκπαίδευσης που αποδεδειγμένα αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στη διαδικασία της αξιολόγησης ή την παρεμπόδισαν με οποιονδήποτε τρόπο.

Παρακαλούνται οι Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης να μεριμνήσουν για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και την ενυπόγραφη ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων στη διαδικασία της αξιολόγησης.»

Ακολούθως εκδόθηκε το υπ’ αρ. 76918/Ε3/8-7-2024 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας με θέμα ««Προθεσμία για τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων των αξιολογητών/τριών στην ειδική Ψηφιακή εφαρμογή — πλατφόρμα για την αξιολόγηση» απευθυνόμενο προς τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε και Δ.Ε, προς τις Διευθύνσεις Π/θμιας Εκπαίδευσης και τις Διευθύνσεις Δ/θμιας Εκπαίδευσης, καθώς και τους Συμβούλους Εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου έχει ως εξής:

«Καλούνται οι αξιολογητές/τριες, να προβούν μέχρι και την 20/07/2024 σε όλες εκείνες τις απαραίτητες ενέργειες που απαιτούνται για τη διευθέτηση τυχόν υφιστάμενων εκκρεμοτήτων στην ειδική Ψηφιακή εφαρμογή για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία μονιμοποίησης των δοκίμων.

Κατά την περίπτωση που αποδεδειγμένα διαπιστώνεται ότι εκπαιδευτικοί και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ ή στελέχη εκπαίδευσης δεν συνέπραξαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην αξιολόγηση, τότε οι Διευθυντές/ντριες Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης καλούνται να εφαρμόσουν την διάταξη του άρθρου 56 του ν. 4823/2021 (Α' 136).

Επιπλέον, καλούνται οι Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όπως αποστείλουν άμεσα, μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, και με εμπιστευτικό πρωτόκολλο στη Γενική Δ/νση Εκπ/κού Προσ/κού ΠΕ & ΔΕ τα στοιχεία [με τη μορφή αξιολογούμενος ή αξιολογητής, ΑΜ, Επώνυμο, Όνομα, Κλάδος, Περιοχή Οργανικής Θέσης] όλων εκείνων που αποδεδειγμένα δεν συνέπραξαν στη διαδικασία της αξιολόγησης.»

Τα ανωτέρω έγγραφα, καίτοι δεν το αναφέρουν ρητά στο σώμα τους, φέρουν σαφώς χαρακτήρα Εγκυκλίων. Και τούτου διότι α) το υπ’ αρ. 13415/5-7-2024 έγγραφο του αναπληρωτή περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Αττικής καλεί τους αξιολογητές να διαπιστώσουν αν υπάρχουν εκπαιδευτικοί, μέλη Ε.Ε.Π – Ε.Β.Π. και στελέχη που με υπαιτιότητά τους δεν συνέπραξαν στην ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και κατόπιν να καταχωρίσουν τη σχετική ένδειξη και το μονομερές πρακτικό, β) το υπ’ αρ. 76918/Ε3/8-7-2024 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, αφενός τάσσει στους αξιολογητές συγκεκριμένη προθεσμία, ήτοι μέχρι 20-7-2024, για την ολοκλήρωση των ενεργειών της αξιολόγησης, αφετέρου δε καλεί τους Διευθυντές Εκπαίδευσης , στις περιπτώσεις που αποδεδειγμένα διαπιστώνεται ότι εκπαιδευτικοί και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ ή στελέχη εκπαίδευσης δεν συνέπραξαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην αξιολόγηση, να εφαρμόσουν την διάταξη του αρ. 56 του ν. 4823/2021.

Με το περιεχόμενο αυτό οι ανωτέρω εγκύκλιοι είναι παράνομες για τους εξής λόγους.

Α. Η  Εγκύκλιος είναι πράξη της Διοίκησης που εξαντλεί τη δεσμευτική ισχύ της μέσα στα πλαίσια της Διοίκησης. Σκοπός των εγκυκλίων είναι να προσδώσουν σ’ έναν νόμο όσο τον δυνατόν πιο κατανοητή διάσταση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύουν την διοίκηση πολύ δε περισσότερο τα δικαστήρια. Οι εγκύκλιοι αποσκοπούν κι επιδιώκουν μια ερμηνευτική προσέγγιση του νόμου στον οποίον αναφέρονται και δεν μπορούν φυσικά ούτε να περιορίσουν το εύρος εφαρμογής του, ούτε να το επεκτείνουν κατά την ελεύθερη κρίση της διοίκησης. Διακρίνονται περαιτέρω σε ερμηνευτικές, τις οποίες εκδίδουν οι ιεραρχικά Προϊστάμενοι των διαφόρων υπηρεσιακών σχηματισμών του Κράτους και των ΝΠΔΔ (π.χ. Υπουργοί, Περιφερειάρχες, Γενικοί Γραμματείς, Διοικητές) κατά την άσκηση του προληπτικού ιεραρχικού ελέγχου και με αυτές επαναλαμβάνουν, με την έννοια ότι σχολιάζουν και επεξηγούν τις διατάξεις των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων και παρέχουν οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής τους, και σε κανονιστικές, με τις οποίες καθορίζονται καθήκοντα των ιεραρχικά υφισταμένων υπαλλήλων έναντι των προϊσταμένων τους και επιβάλλονται υποχρεώσεις και αναγνωρίζονται δικαιώματα των διοικούμενων, ήτοι έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή πρόκειται για πράξεις που περιέχουν ρύθμιση και δεν περιορίζονται στην απλή επανάληψη του κειμένου που ερμηνεύουν και είναι υποχρεωτικές ή επιτακτικές.  

Σε κάθε περίπτωση, μια εγκύκλιος, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της ως ερμηνευτικής ή κανονιστικής,  δεν μπορεί να παράγει αντίθετο δίκαιο από αυτό που με σαφήνεια ορίζεται από τον σχετικό νόμο, ούτε φυσικά να «αποσαφηνίζει» τον νόμο επί τα χείρω. Και τούτο διότι η έκδοση εγκυκλίου δεν πραγματοποιείται από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας και σε καμία περίπτωση δεν εισάγει δίκαιο.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανωτέρω εγκύκλιοι εισάγουν δίκαιο και μάλιστα επιδιώκουν να παράξουν αντίθετο δίκαιο από αυτό που ορίζεται στις διατάξεις του νόμου τον οποίο επικαλούνται και δήθεν επεξηγούν.

Ειδικότερα, το υπ’ αρ. 13415/5-7-2024 έγγραφο του αναπληρωτή περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Αττικής αναθέτει ρητά στους αξιολογητές την αρμοδιότητα να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης υπαιτιότητας, την στιγμή που δεν τους έχουν ανατεθεί από κανέναν κανόνα ουσιαστικού δικαίου, τέτοιες αρμοδιότητες, ήτοι δικαιοδοτικές.

Ακόμα, το υπ’ αρ. 76918/Ε3/8-7-2024 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας αναθέτει ρητά στους Διευθυντές της Εκπαίδευσης την αρμοδιότητα να εφαρμόσουν την διάταξη του αρ. 56 του ν. 4823/202, όλως αορίστως, χωρίς να εξειδικεύει ρητώς αλλά και ούτε να συνάγεται από το σύνολο του περιεχομένου του, ποιες ενέργειες από αυτές που περιγράφονται στο συγκεκριμένο άρθρο είναι στην αρμοδιότητα των Διευθυντών. Συγκεκριμένα, στις διατάξεις του νόμου (παρ. 6 αρ. 56) αναφέρεται ρητά ότι η απόφαση αναστολής εξέλιξης εκπαιδευτικού, μέλους ΕΕΠ-ΕΒΠ και στελέχους, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Πρωτοβάθμιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ακολούθως στην παρ. 8 του ανωτέρω άρθρου, η πρόβλεψη της ρύθμισης περί αντικατάστασης των στελεχών εκπαίδευσης συμπληρώνεται από τις σχετικές διατάξεις  της παρ. 6 του αρ. 60 και της παρ. 3 του αρ. 41, με βάση τις οποίες απαιτείται  η πρόταση του Περιφερειακού Συμβουλίου Επιλογής, και ως εκ τούτου δεν εναπόκειται πάλι στην διακριτική ευχέρεια των ανωτέρω Διευθυντών.

Ως εκ τούτου, η εγκύκλιος αυτή,  αναθέτει όλως αορίστως την αρμοδιότητα στους διευθυντές εκπαίδευσης να εφαρμόσουν την διάταξη του αρ. 56 του ν. 4823/2021, δημιουργώντας σύγχυση ως προς τις ενέργειες που πράγματι βρίσκονται στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους κατά τις διατάξεις του νόμου, και συνεπώς έρχεται σε σύγκρουση με αυτές.

Ακόμα, αναφέρεται στο σώμα της ότι στις ανωτέρω ενέργειες προβαίνουν οι Διευθυντές σε περίπτωση που αποδεδειγμένα διαπιστώνεται ότι εκπαιδευτικοί και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ ή στελέχη εκπαίδευσης δεν συνέπραξαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην αξιολόγηση, πάλι όλως αορίστως, δεδομένου ότι πουθενά δεν εξειδικεύεται ποιο όργανο (αξιολογητής, Διευθυντής εκπαίδευσης κλπ) «διαπιστώνει» τα ανωτέρω και αντίστοιχα ποιο όργανο συλλέγει και αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να είναι «αποδεδειγμένη» η διαπίστωση αυτή. Η αοριστία αυτή είναι ουσιώδης, διότι αφήνεται περιθώριο παρερμηνειών, λόγω της ασάφειας αυτής, και αυθαιρεσιών, με αποτέλεσμα υπάλληλοι που θα υποστούν δυσμενείς συνέπειες να μην έχουν δυνατότητα προφύλαξης των συμφερόντων τους, και υπεράσπισης του εαυτού τους. Οι εγκύκλιοι, ερμηνευτικές ή κανονιστικές, οφείλουν να συντάσσονται με πλήρη και σαφή τρόπο, ώστε να αποφεύγεται η υποκειμενικότητα στην εφαρμογή του νόμου και η σύγκρουση, είτε με τον ίδιο τον νόμο, είτε με προηγούμενες εγκυκλίους.

Επομένως, οι ανωτέρω εγκύκλιοι είναι παράνομες, διότι είναι αόριστες ως προς ουσιώδη στοιχεία, έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου που δήθεν επεξηγούν και ερμηνεύουν,  δημιουργούν σύγχυση ως προς τα όσα ορίζονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, με αποτέλεσμα τα όργανα στα οποία απευθύνονται να μην οφείλουν και να μην δύνανται να την εφαρμόσουν.

Β. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ` αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 α) του ν. 1264/1982 και 46 παρ. 3 ν. 3528/2007 που ορίζουν ότι «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις: α) ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς …….» και «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα των υπαλλήλων και ασκείται από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις ως μέσο για τη διασφάλιση και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών συμφερόντων τους και ως εκδήλωση αλληλεγγύης προς άλλους εργαζόμενους για τους αυτούς σκοπούς» αντίστοιχα, αλλά και τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 σύμφωνα με την οποία «Για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19 - 22 αποφασίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχει κηρύξει την απεργία κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικα πολιτικής Δικονομίας», συνάγεται ότι 1) η απεργία συνιστά δικαίωμα του δημόσιου υπαλλήλου, συνεπώς η απουσία από την υπηρεσία ή η αποχή από την άσκηση των καθηκόντων λόγω συμμετοχής σε απεργία δεν συνιστά αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση καθηκόντων ούτε μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί παράβαση καθήκοντος και 2) είναι νόμιμη η αποχή από τα καθήκοντα δημοσίου υπαλλήλου που μετέχει σε προκηρυχθείσα απεργία ενόσω αυτή δεν έχει κηρυχθεί παράνομη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (τεκμήριο νομιμότητας απεργίας).

Τα ανωτέρω συνάγονται άλλωστε και από την υπ’ αρ. 27/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία έκρινε τα εξής « […] Η απεργία, η οποία αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα και προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος), υπόκειται, όπως και κάθε δικαίωμα, στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως αυτής. […]Ο μέχρι τη δημοσίευση της τελεσίδικης αποφάσεως, που κήρυξε την απεργία παράνομη ή καταχρηστική, χρόνος συμμετοχής του μισθωτού στην απεργία, που έχει κηρυχθεί από τη «νόμιμα συστημένη συνδικαλιστική οργάνωση» (άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος), κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεν θεωρείται χρόνος μη απασχολήσεως του μισθωτού ούτε καταλογίζεται στις ημέρες άδειας που δικαιούται [….]»

Με βάση τα ανωτέρω, η πρόβλεψη κυρώσεων (αντικατάσταση στελεχών, πειθαρχική δίωξη, αναστολή εξέλιξης) λόγω  συμμετοχής τους σε απεργία- αποχή από ορισμένα καθήκοντα, την οποία έχει κηρύξει νόμιμα συστημένη συνδικαλιστική οργάνωση, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, και χωρίς αυτή να έχει κηρυχθεί παράνομη, παραβιάζει τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην απεργία των υπαλλήλων, θέτοντας κυρώσεις που παρακωλύουν και παρεμποδίζουν την νόμιμη άσκησή του. Η συμμετοχή υπαλλήλων σε απεργία, η οποία περιβάλλεται από το τεκμήριο νομιμότητας, ήτοι ισχύει μέχρι να κριθεί αυτή παράνομη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, αποτελεί νόμιμο δικαίωμά τους και ως εκ τούτου η άσκηση νόμιμου δικαιώματος δεν μπορεί να συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους και μάλιστα αποβολή τους από την άσκηση καθηκόντων ευθύνης που αναλαμβάνουν τα στελέχη της εκπαίδευσης. Η πρόβλεψη αυτών των κυρώσεων, και η οδηγία που δίνεται με τις ανωτέρω εγκυκλίους περί οριζόντιας εφαρμογής αυτών, ήτοι ακόμα και σε περίπτωση που ο εκπαιδευτικός συμμετέχει σε νόμιμη απεργία, θίγει τον πυρήνα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, και παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του Συντάγματος που ορίζουν ότι οι περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του. Ως εκ τούτου, η πράξη αυτή της Διοίκησης είναι παράνομη, προκαλεί υπέρμετρη βλάβη στους διοικούμενους με αποτέλεσμα να γεννάται αξίωση αποζημίωσης τους έναντι του Δημοσίου κατ’ αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ.

Γ. Ακόμα, η οδηγία περί οριζόντιας εφαρμογής κυρώσεων, αποτελεί επαχθές διοικητικό μέτρο, για την επιβολή του οποίου δεν προβλέπεται υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης, παραβιάζοντας ευθέως το σημαντικότερο δικαίωμα του διοικουμένου στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», καθώς και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η παρ. 1 του οποίου ορίζει ότι «Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα». Ειδικότερα, το υπ’ αρ. 34412/Ε3 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, καίτοι ορίζει την διαδικασία που θα ακολουθηθεί από τους Διευθυντές εκπαίδευσης προβλέποντας συγκεκριμένα «Στην περίπτωση αυτή: α) εκδίδεται πράξη από τον/την οικείο/α Διευθυντή/ντρια Εκπαίδευσης και β) η θέση πληρώνεται σύμφωνα ,με τις διατάξεις των παρ. 11 και 12 του αρ. 41 του ν. 4823/2021», δεν προβλέπει την υποχρέωση τους για προηγούμενη ακρόαση του εκπαιδευτικού εις βάρος του οποίου επιβάλλεται κύρωση, ήτοι δυσμενές διοικητικό μέτρο. Όπως άλλωστε, προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 20 παρ. 2 Σ και του άρθρου 6 ΚΔΔιαδ, η φύση της προηγούμενης ακρόασης είναι διττή, δηλαδή αυτή κατοχυρώνεται τόσο ως ατομικό διαδικαστικό δικαίωμα (ΣτΕ 921/2012, 1191/2016, 2703/2017, 555/2019) όσο και ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας (ΣτΕ 433/1999, 3745/2007, 1877/2016, 869/2018).  Με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ΚΔΔιαδ θεσπίζονται ειδικότερες ρυθμίσεις για την άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου, ώστε να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής εφαρμογής της σχετικής διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, χωρίς, όμως, να αποσκοπείται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης αυτής. Η προηγούμενη ακρόαση αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη που πρόκειται να εκδοθεί, να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (ΣτΕ 926/2015, 1183/2017), με λίγα λόγια συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα υπεράσπισης, που αποτελεί όψη του τεκμηρίου αθωότητας. Με βάση τα ανωτέρω, η διαδικασία που προβλέπεται στο ανωτέρω έγγραφο είναι προδήλως παράνομη, καθότι δεν προβλέπει την προηγούμενη ακρόαση του εκπαιδευτικού εις βάρος του οποίου επιβάλλεται επαχθές διοικητικό μέτρο, κατά παράβαση του αρ. 20 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και του αρ. 6 ΚΔΔιαδ.

Δ. Η επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο αρ. 56 του ν. 4823/2021 , παραβιάζει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας η οποία κατοχυρώνεται και προστατεύεται συνταγματικά στα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντ. και επιτάσσει ότι μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. Η αρχή της αναλογικότητας συνιστά μία γενική αρχή, βάσει της οποίας σταθμίζεται η νομιμότητα των επιβαλλόμενων κρατικών περιορισμών στη σφαίρα των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, καθώς δεν είναι δυνατόν οι περιορισμοί αυτοί να είναι ανέλεγκτοι και αυθαίρετοι.

Ακόμα, το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος καθιερώνει ως «πρωταρχική υποχρέωση» της πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Το περιεχόμενο αυτής της αρχής έγκειται κυρίως στην απαίτηση να μην υποβιβάζεται ο άνθρωπος σε αντικείμενο, σε απλό μέσο για την εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε σκοπών, σε αντικαταστατό τελικά μέγεθος. Επιπλέον, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματός μας, σύμφωνα με το οποίο «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», δεν θεσπίζεται ένα επιπλέον δικαίωμα, αλλά μια γενική κατευθυντήρια αρχή για τον νομοθέτη και ένας ερμηνευτικός κανόνας για τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην κατοχύρωση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής δραστηριότητας του ανθρώπου, αλλά επιπλέον θεσπίζει και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Οι ανωτέρω συνταγματικές αρχές, οι οποίες  καταλαμβάνουν και το σύστημα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, επιτάσσουν ότι μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου που θεσπίζεται με νόμο και επιβάλλεται με διοικητική πράξη και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση, και κυρίως να μην θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου και η ίδια η αξία του. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οποιαδήποτε διοικητική κύρωση να είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να συνεπάγεται σε ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τον διοικούμενο, αλλά και η βλάβη που προκαλεί σε αυτόν να μην είναι υπέρμετρα δυσανάλογη σε σχέση με τα συμφέροντα που επιδιώκει να προστατεύσει.

Στην προκειμένη περίπτωση, η επιβολή ιδιαίτερα επαχθών κυρώσεων και μάλιστα ορισμένες εξ αυτών απευθείας χωρίς την ακολούθηση συγκεκριμένης διαδικασίας, στερεί από τον δημόσιο υπάλληλο τα μέσα άμυνας και προστασίας που του παρέχει Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων.  Η επιβολή αδιακρίτως ιδιαίτερα επαχθών κυρώσεων , δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε πρόσφορη, αφού καμία σχέση δεν έχει με τον επιδιωκόμενο από το νομοθέτη σκοπό της αναβάθμισης του σχολικού έργου και της ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα επιφέρει δυσανάλογα δυσμενείς συνέπειες στους εκπαιδευτικούς- στελέχη της εκπαίδευσης, προκαλώντας τους τόσο υλική όσο και ηθική βλάβη με την υποβάθμισή, την αναστολή εξέλιξής τους και την αντικατάστασή τους. Η ρύθμιση αυτή προσβάλει και απαξιώνει τους εκπαιδευτικούς συμπεριφορά που δεν αρμόζει σε υπαλλήλους που εργάζονται στο κρίσιμο τομέα της εκπαίδευσης με ελλείψεις σε προσωπικό, σε υποδομές, με αποδοχές που δεν φτάνουν για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών, σε μια δοκιμασμένη κοινωνία από την οικονομική κρίση και την πανδημία. Με τις ανωτέρω εγκυκλίους και όλες τις τακτικές του υπουργείου για την εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης θίγεται η αξία των ανθρώπων της εκπαίδευσης, προσβάλλεται η επαγγελματική και προσωπική τους υπόσταση και υποβαθμίζεται ο καθοριστικός και πρωτεύων κοινωνικός ρόλος του εκπαιδευτικού.

Όπως πολύ καλά γνωρίζετε το σύστημα αξιολόγησης που επιχειρείται να προωθηθεί και να επιβληθεί, δεν βρίσκει ανταπόκριση στη συντριπτική πλειοψηφία της εκπαιδευτικής κοινότητας, στους γονείς, στους μαθητές . Συγκεκριμένα, το σύστημα αξιολόγησης όχι απλά δεν επιχειρεί να συμβάλει στην επίλυση χρόνιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σχολικές μονάδες με ελλιπές προσωπικό, ελλιπείς και υποβαθμισμένες υποδομές πλήρως υποχρηματοδοτούμενες κλπ, όχι απλά δεν επιχειρεί να ενισχύσει τα Δημόσια σχολεία και την εκπαίδευση των μαθητών σε αυτά, αλλά επιχειρεί να τα υποβαθμίσει έτι περαιτέρω. Το σύστημα αξιολόγησης έχει σκοπό να απαξιώσει τους εκπαιδευτικούς, να απονεκρώσει την εκπαιδευτική διαδικασία και να καταργήσει τον καθοριστικό παιδαγωγικό ρόλο του δημόσιου σχολείου.  Με την αξιολόγηση κατηγοριοποιούνται τα σχολεία και επιτείνονται οι διαχωρισμοί μεταξύ των μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί αποστερούνται οποιασδήποτε παιδαγωγικής πρωτοβουλίας, παραβλέποντας ότι η παιδαγωγική διαδικασία είναι μοναδική και ιδιαίτερη για τον κάθε μαθητή για κάθε τάξη .

Γνωρίζετε πολύ καλά ότι η αντιδραστική αυτή τομή στην εκπαίδευση δεν έχει την κοινωνική υποστήριξη και για το λόγο αυτό έχετε προβλέψει όχι μονό πειθαρχικές αλλά και διοικητικές κυρώσεις ενώ δεν παραλείπετε να προσφεύγετε στα δικαστήρια  για να ακυρώσετε τον δίκαιο αγώνας μας

Επειδή, οι ανωτέρω εγκύκλιοι επιχειρούν να εισάγουν δίκαιο, αναφορικά με την διαπίστωση υπαιτιότητας και τις αρμοδιότητες που αναθέτουν, με αποτέλεσμα αυτές να είναι παράνομες και μη εφαρμοστέες.

Επειδή, η επιβολή κυρώσεων σε βάρος υπαλλήλων λόγω άσκησης νόμιμου δικαιώματός τους, και συγκεκριμένα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην απεργία, είναι όλως παράνομη, την στιγμή μάλιστα που δεν τίθεται σαν προϋπόθεση για την επιβολή των εν λόγω κυρώσεων η συμμετοχή του εκπαιδευτικού σε απεργία που έχει κηρυχθεί παράνομη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, παραβιάζοντας το τεκμήριο νομιμότητας.

Επειδή, η όλως γενική και αόριστη ανάθεση 1) στους Διευθυντές Εκπαίδευσης της αρμοδιότητας εφαρμογής του νόμου και 2) στα στελέχη εκπαίδευσης της αρμοδιότητας διαπίστωσης υπαιτιότητας του εκπαιδευτικού περί μη συμμετοχής του στην διαδικασία αξιολόγησης, είναι αυθαίρετη και παράνομη. 

Επειδή, οι ανωτέρω εγκύκλιοι που αφορούν την εφαρμογή κυρώσεων, ήτοι δυσμενών μέτρων , δεν προβλέπουν την υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης του εκπαιδευτικού εις βάρος του οποίου επιβάλλεται, κατά παράβαση του αρ. 20 παρ. 2 του Συντ και του αρ. 6 του ΚΔΔιαδ.

Επειδή, άλλωστε Διοικητικά όργανα, τα οποία τυχόν επιχειρήσουν να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 56 του ν.4823/2021 συνέπειες, εις βάρος απεργών υπαλλήλων, υπέχουν πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες, ιδίως δε για παράβαση καθήκοντος, αφού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους επιχειρούν να εμποδίσουν την άσκηση ενός νόμιμου δικαιώματος και την ίδια στιγμή, παραβιάζουν τις απορρέουσες από το άρθρο 22 του Συντάγματος και από το άρθρο 23 παρ.1 σε συνδυασμό προς το άρθρο 14 παρ.2 του ν.1264/1982 απορρέουσες υποχρεώσεις τους.

 

 

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΣΤΕ για την παράνομη συμπεριφορά της Διοίκησης και ΖΗΤΟΥΜΕ την απόσυρση των  υπ’ αρ. 13415/5-7-2024 και υπ’ αρ. 76918/Ε3/8-7-2024 εγκυκλίων και ΚΑΛΟΥΜΕ να απέχετε από οποιαδήποτε πρωτοβουλία πειθαρχικού κολασμού των μελών μας σας ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ  ότι θα χρησιμοποιήσουμε κάθε μέσο που έχει κατοχυρώσει το λαϊκό κίνημα και συνιστά συνταγματική επιταγή  για την προστασία της  προσωπικής και επαγγελματικής αξιοπρέπειας των μελών μας, του απεργιακού μας δικαιώματος και της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.

 

Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής εντέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα στον Υπουργό Παιδείας και θρησκευμάτων, που κατοικοεδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού Ανδρέα Παπανδρέου αριθ. 37, προς την/τον Διευθύντρια/η Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α’ Αθήνας που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Χίου, αριθ.16, όπως εκπροσωπείται νόμιμα προς γνώση τους και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφοντας ολόκληρη την παρούσα στην έκθεση επιδόσεώς του.

 

 

Αθήνα, 17 Ιουλίου 2024

 

          Ο/Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ            Ο/Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Μαριόλης Δημήτρης         Παραφόρου Άντα

 

Καρλαύτη Άννα                Θεοδωρόπουλος Θοδωρής

 

Τάσσου Δήμητρα              Κάιλα Μυρσίνη